τοιχίζω

τοιχίζω
μετ. , αμετ. мор. кренить(ся)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τοιχίζω" в других словарях:

  • τοιχίζω — ΝΜΑ [τοῑχος] (για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, γέρνω, μπατάρω νεοελλ. κλείνω με τοίχο …   Dictionary of Greek

  • τοιχίζω — τοίχισα 1. (για πλοία), κλίνω προς τον έναν τοίχο, τη μία πλευρά, γέρνω. 2. χτίζω τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατοιχίζω — [τοιχίζω] 1. χωρίζω έναν χώρο από έναν άλλο με τοίχο 2. μέσ. διατοιχίζομαι διατοιχώ …   Dictionary of Greek

  • τοιχίζειν — τοιχίζω lie on her beam ends pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχίσαν — τοιχίζω lie on her beam ends aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτοιχισάντων — περί τοιχίζω lie on her beam ends aor part act masc/neut gen pl περί τοιχίζω lie on her beam ends aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτοιχίζω — Ν περιβάλλω με τοίχο, περικλείω με τοίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τοιχίζω (< τοίχος). Το ρ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τοίχιση — η, Ν [τοιχίζω] περίφραξη με τοίχο, περιτοίχιση …   Dictionary of Greek

  • τοίχισμα — τὸ, Μ [τοιχίζω] οικοδόμημα …   Dictionary of Greek

  • ἀποτοιχίζειν — ἀπό τοιχίζω lie on her beam ends pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεστοίχισε — ἐπί , εἰσ τοιχίζω lie on her beam ends aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στοιχίζω set in a row aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»